χειραψίας

χειραψίας
χειραψίᾱς , χειραψία
violence offered
fem acc pl
χειραψίᾱς , χειραψία
violence offered
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειραψία — η, ΝΜΑ [χειραπτῶ] νεοελλ. 1. το να δίνουν δύο άνθρωποι τα χέρια, το σφίξιμο τών χεριών για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση υπόσχεσης 2. φρ. «ψευδής υπόσχεση χειραψίας» (νομ.) παράβαση συμφωνίας που έγινε με χειραψία ενώπιον τού δικαστηρίου ή… …   Dictionary of Greek

  • χειροδοσία — ἡ, Μ [χειρόδοτος] υπόσχεση ή διαβεβαίωση που δίνεται με ανταλλαγή χειραψίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”